- πανώδυρος
- πᾰν-ώδῠρος, ον,A most unhappy, Supp.Epigr.1.572.10 ([place name] Egypt).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανώδυρος — ον, Α πάρα πολύ δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδύρομαι] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek